- μονογαμικός
- η , ό[ν]1) относящийся к моногамии, моногамный; 2) являющийся сторонником моногамии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονογαμικός — ή, ό (Μ μονογαμικός, ή, όν) [μονόγαμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονογαμία νεοελλ. αυτός που τάσσεται υπέρ τής μονογαμίας. επίρρ... μονογαμικώς και ά με μονογαμικό τρόπο … Dictionary of Greek
μονογαμικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη μονογαμία: Παρά τις μονογαμικές του απόψεις απάτησε τη γυναίκα του. 2. ο οπαδός της μονογαμίας: Μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να είναι μονογαμικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek